lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτρέπω στα δανική

Λέξη:
επιτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (9):
begå, la, tillade, tillagte, løslade, samtykke, lette, autorisere, bevilge
Σχετικές λέξεις:
δανική επιτρέπω, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω προστακτική, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω μεταφραση, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω στα δανική, begå στα ελληνικά
επιτρέπω στα δανική