lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυφλώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
τυφλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
засліплювати, потемніти, темнійте, темніти
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τυφλώνω, τυφλώνω στα ουκρανικά, засліплювати στα ελληνικά
τυφλώνω στα ουκρανικά