lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυφλώνω στα ιταλικά

Λέξη:
τυφλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (3):
abbagliare, accecare, abbacinare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά τυφλώνω, τυφλώνω στα ιταλικά, abbagliare στα ελληνικά
τυφλώνω στα ιταλικά