lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυφλώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
τυφλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
deslumbrar, obcecar, ofuscar, cegar, encarrilar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά τυφλώνω, τυφλώνω στα πορτογαλικά, deslumbrar στα ελληνικά
τυφλώνω στα πορτογαλικά