lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυφλώνω στα πολωνική

Λέξη:
τυφλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
olśniewać, oślepiać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική τυφλώνω, τυφλώνω στα πολωνική, olśniewać στα ελληνικά
τυφλώνω στα πολωνική