lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυφλώνω στα σουηδικά

Λέξη:
τυφλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (5):
blända, förblinda, blind, gardin, rullgardin
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά τυφλώνω, τυφλώνω στα σουηδικά, blända στα ελληνικά
τυφλώνω στα σουηδικά