lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυφλώνω στα τσεχική

Λέξη:
τυφλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (3):
omámit, oslepit, oslnit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική τυφλώνω, τυφλώνω στα τσεχική, omámit στα ελληνικά
τυφλώνω στα τσεχική