lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυφλώνω στα ουγγρική

Λέξη:
τυφλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
elkápráztat, elképesztés, elvakít, vakítás
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική τυφλώνω, τυφλώνω στα ουγγρική, elkápráztat στα ελληνικά
τυφλώνω στα ουγγρική