φυλακίζω συνωνυμα, φυλακίζω αγγλικα
εκκένωση αγγειοπλάστης στρατηγός μία ανθρωπιστικός έμφαση ξαφνικός ολέθριος εκτιμώ κέντρο καταγωγή δένω αποζημίωση χλωρίδα μηχανή τουαλέτα βαλίτσα αντιπαθητικός παράρτημα απαγορεύω