lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπαγορεύω στα αγγλικά

Λέξη:
υπαγορεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (7):
dictate, tell, appoint, direct, enjoin, prescribe, require
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά υπαγορεύω, υπαγορεύω συνώνυμα, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω english, απαγορευω αγγλικα, υπαγορεύω στα αγγλικά, dictate στα ελληνικά
υπαγορεύω στα αγγλικά