lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπαγορεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
υπαγορεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
decretar, encomendar, mandar, ordenar, pedir, prescrever, reservar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά υπαγορεύω, υπαγορεύω συνώνυμα, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω english, απαγορευω αγγλικα, υπαγορεύω στα πορτογαλικά, decretar στα ελληνικά
υπαγορεύω στα πορτογαλικά