lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπαγορεύω στα τσεχική

Λέξη:
υπαγορεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
diktovat, nadiktovat, nakázat, naordinovat, nařídit, poručit, předepsat, předpisovat, přikazovat, přikázat, rozkázat, stanovit, uložit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική υπαγορεύω, υπαγορεύω συνώνυμα, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω english, απαγορευω αγγλικα, υπαγορεύω στα τσεχική, diktovat στα ελληνικά
υπαγορεύω στα τσεχική