lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπαγορεύω στα εσθονική

Λέξη:
υπαγορεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-εσθονική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
εσθονική υπαγορεύω, υπαγορεύω συνώνυμα, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω english, απαγορευω αγγλικα, υπαγορεύω στα εσθονική, dikteerima στα ελληνικά
υπαγορεύω στα εσθονική