lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπαγορεύω στα ιταλικά

Λέξη:
υπαγορεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (6):
dettare, comandare, decretare, ingiungere, ordinare, prescrivere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά υπαγορεύω, υπαγορεύω συνώνυμα, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω english, απαγορευω αγγλικα, υπαγορεύω στα ιταλικά, dettare στα ελληνικά
υπαγορεύω στα ιταλικά