lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπαγορεύω στα φινλανδικά

Λέξη:
υπαγορεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (7):
sanella, johtaa, käskeä, komentaa, määrätä, säätää, tilata
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά υπαγορεύω, υπαγορεύω συνώνυμα, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω english, απαγορευω αγγλικα, υπαγορεύω στα φινλανδικά, sanella στα ελληνικά
υπαγορεύω στα φινλανδικά