lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπαγορεύω στα ουγγρική

Λέξη:
υπαγορεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
elrendel, elrendelni, meghagyni, megparancsolni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική υπαγορεύω, υπαγορεύω συνώνυμα, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω english, απαγορευω αγγλικα, υπαγορεύω στα ουγγρική, elrendel στα ελληνικά
υπαγορεύω στα ουγγρική