lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπαγορεύω στα γερμανικά

Λέξη:
υπαγορεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
diktieren, anordnen, anweisen, befehlen, gebieten, verordnen, vorschreiben
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά υπαγορεύω, υπαγορεύω συνώνυμα, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω english, απαγορευω αγγλικα, υπαγορεύω στα γερμανικά, diktieren στα ελληνικά
υπαγορεύω στα γερμανικά