lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπαγορεύω στα δανική

Λέξη:
υπαγορεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
diktere, befale
Σχετικές λέξεις:
δανική υπαγορεύω, υπαγορεύω συνώνυμα, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω english, απαγορευω αγγλικα, υπαγορεύω στα δανική, diktere στα ελληνικά
υπαγορεύω στα δανική