lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθός στα βουλγαρικά

Λέξη:
βοηθός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (2):
помощник, лейтенант
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά βοηθός, βοηθός φυσικοθεραπείας, βοηθός φαρμακείου, βοηθός οδοντικής τεχνολογίας, βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας, βοηθός μητρότητας, βοηθός στα βουλγαρικά, помощник στα ελληνικά
βοηθός στα βουλγαρικά