lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθός στα γαλλικά

Λέξη:
βοηθός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (23):
accessoire, acolyte, adjoint, adjuvant, aide, assesseur, assistant, auxiliaire, auxiliateur, collaborateur, copilote, doublure, lieutenant, remplaçant, second, servante, sous-chef, sous-directeurs, subrogé, subsidiaire, substitut, suffragant, suppléant
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά βοηθός, βοηθός φυσικοθεραπείας, βοηθός φαρμακείου, βοηθός οδοντικής τεχνολογίας, βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας, βοηθός μητρότητας, βοηθός στα γαλλικά, accessoire στα ελληνικά
βοηθός στα γαλλικά