lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθός στα πορτογαλικά

Λέξη:
βοηθός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
acessório, adjunto, ajuda, ajudante, assistente, auxiliar, auxílio, colaborador, lugar-tenente, reimplanto, secundário, socorro, subsidiário, substituto, suplente, tenente
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βοηθός, βοηθός φυσικοθεραπείας, βοηθός φαρμακείου, βοηθός οδοντικής τεχνολογίας, βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας, βοηθός μητρότητας, βοηθός στα πορτογαλικά, acessório στα ελληνικά
βοηθός στα πορτογαλικά