lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθός στα γερμανικά

Λέξη:
βοηθός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (15):
assistent, behelfsmäßig, beihilfe, beistand, ersatz, gehilfe, handlanger, helfer, hilfe, läufer, mitarbeiter, mithilfe, stellvertreter, unterstützung, vertreter
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βοηθός, βοηθός φυσικοθεραπείας, βοηθός φαρμακείου, βοηθός οδοντικής τεχνολογίας, βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας, βοηθός μητρότητας, βοηθός στα γερμανικά, assistent στα ελληνικά
βοηθός στα γερμανικά