lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βοηθός στα λευκορωσίας

Λέξη:
βοηθός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
дапаможны, памочнік, намеснік
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας βοηθός, βοηθός φυσικοθεραπείας, βοηθός φαρμακείου, βοηθός οδοντικής τεχνολογίας, βοηθός νοσηλευτικής γενικής νοσηλείας, βοηθός μητρότητας, βοηθός στα λευκορωσίας, дапаможны στα ελληνικά
βοηθός στα λευκορωσίας