lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφασίζω στα ουγγρική

Λέξη:
αποφασίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (8):
dönteni, határozni, megállapítani, meghatározni, megszabni, elhatározni, lefogás, szögrögzítés
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική αποφασίζω, αποφασίζω συνώνυμο, αποφασίζω συνώνυμα, αποφασίζω ετυμολογία, αποφασίζω english, αποφασίζω στα ουγγρική, dönteni στα ελληνικά
αποφασίζω στα ουγγρική