lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφασίζω στα φινλανδικά

Λέξη:
αποφασίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (6):
määrätä, päättää, asettaa, määritellä, säätää, koulia
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά αποφασίζω, αποφασίζω συνώνυμο, αποφασίζω συνώνυμα, αποφασίζω ετυμολογία, αποφασίζω english, αποφασίζω στα φινλανδικά, määrätä στα ελληνικά
αποφασίζω στα φινλανδικά