lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφασίζω στα νορβηγικά

Λέξη:
αποφασίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (8):
avgjøre, beslutte, bestemme, betegne, definere, overdrive, skarva, fastslå
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά αποφασίζω, αποφασίζω συνώνυμο, αποφασίζω συνώνυμα, αποφασίζω ετυμολογία, αποφασίζω english, αποφασίζω στα νορβηγικά, avgjøre στα ελληνικά
αποφασίζω στα νορβηγικά