lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφασίζω στα τσεχική

Λέξη:
αποφασίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (35):
definovat, jmenovat, kvalifikovat, nadsadit, nadsazovat, nazvat, nařídit, označit, pojmenovat, přehnat, přehánět, přenést, přesadit, přesazovat, přimět, rozhodnout, rozhodovat, rozpustit, rozsoudit, rozsuzovat, rozřešit, soudcovat, stanovit, udat, udávat, určit, určovat, ustanovit, vyluštit, vymezit, vyměřit, vyřešit, zveličit, zveličovat, řešit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αποφασίζω, αποφασίζω συνώνυμο, αποφασίζω συνώνυμα, αποφασίζω ετυμολογία, αποφασίζω english, αποφασίζω στα τσεχική, definovat στα ελληνικά
αποφασίζω στα τσεχική