lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφασίζω στα ρωσικά

Λέξη:
αποφασίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (14):
вершить, квалифицировать, назначать, называть, определять, перебарщивать, пересаживать, постановлять, предопределять, предрешать, преувеличивать, решать, решить, утрировать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αποφασίζω, αποφασίζω συνώνυμο, αποφασίζω συνώνυμα, αποφασίζω ετυμολογία, αποφασίζω english, αποφασίζω στα ρωσικά, вершить στα ελληνικά
αποφασίζω στα ρωσικά