lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφασίζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
αποφασίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (6):
вырашаць, забіваць, канчаць, устанаўліваць, перабольшваць, перавялічваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας αποφασίζω, αποφασίζω συνώνυμο, αποφασίζω συνώνυμα, αποφασίζω ετυμολογία, αποφασίζω english, αποφασίζω στα λευκορωσίας, вырашаць στα ελληνικά
αποφασίζω στα λευκορωσίας