lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφασίζω στα πολωνική

Λέξη:
αποφασίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (8):
decydować, określać, postanawiać, przesadzać, rozstrzygać, uradzić, zadecydować, zdecydować
Σχετικές λέξεις:
πολωνική αποφασίζω, αποφασίζω συνώνυμο, αποφασίζω συνώνυμα, αποφασίζω ετυμολογία, αποφασίζω english, αποφασίζω στα πολωνική, decydować στα ελληνικά
αποφασίζω στα πολωνική