lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιβλέπω στα ουκρανικά

Λέξη:
επιβλέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
доглядати, наглядати, оглядати, оглянути, підгляньте, пропустити, управляє, контролювати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επιβλέπω, προβλέπω συνώνυμα, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω συνωνυμα, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω στα ουκρανικά, доглядати στα ελληνικά
επιβλέπω στα ουκρανικά