lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιβλέπω στα ισπανικά

Λέξη:
επιβλέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (9):
celar, mirar, vigilar, guardar, inspeccionar, comprobar, controlar, registrar, supervisar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά επιβλέπω, προβλέπω συνώνυμα, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω συνωνυμα, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω στα ισπανικά, celar στα ελληνικά
επιβλέπω στα ισπανικά