lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιβλέπω στα τσεχική

Λέξη:
επιβλέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (15):
dohlédnout, dohlížet, dozírat, kontrolovat, ohledat, ověřit, prohlížet, prověřit, prozkoumat, překontrolovat, přezkoušet, revidovat, vyšetřit, zkontrolovat, zkoumat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική επιβλέπω, προβλέπω συνώνυμα, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω συνωνυμα, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω στα τσεχική, dohlédnout στα ελληνικά
επιβλέπω στα τσεχική