lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιβλέπω στα νορβηγικά

Λέξη:
επιβλέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (10):
etterse, kontroll, kontrollere, overvåke, passa, passe, reviera, skjøtte, stelle, styre
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά επιβλέπω, προβλέπω συνώνυμα, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω συνωνυμα, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω στα νορβηγικά, etterse στα ελληνικά
επιβλέπω στα νορβηγικά