lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιβλέπω στα πορτογαλικά

Λέξη:
επιβλέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
fiscalizar, vigilar, inspeccionar, vistoriar, controlar, registrar, verificar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επιβλέπω, προβλέπω συνώνυμα, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω συνωνυμα, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω στα πορτογαλικά, fiscalizar στα ελληνικά
επιβλέπω στα πορτογαλικά