lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιβλέπω στα αγγλικά

Λέξη:
επιβλέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (14):
audit, check, control, discipline, inquire, inspect, mind, monitor, overlook, oversee, rein, superintend, supervise, tend
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά επιβλέπω, προβλέπω συνώνυμα, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω συνωνυμα, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω στα αγγλικά, audit στα ελληνικά
επιβλέπω στα αγγλικά