lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιβλέπω στα λευκορωσίας

Λέξη:
επιβλέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
наглядаць, кантраляваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας επιβλέπω, προβλέπω συνώνυμα, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω συνωνυμα, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω στα λευκορωσίας, наглядаць στα ελληνικά
επιβλέπω στα λευκορωσίας