lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστέρηση στα γαλλικά

Λέξη:
καθυστέρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (14):
allongement, arriérer, arriéré, attarder, différer, débet, délai, déport, remise, retard, retardation, retardement, retarder, répit
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά καθυστέρηση, καθυστέρηση συνώνυμα, καθυστέρηση στην περίοδο, καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση περιόδου λόγω άγχους, καθυστέρηση περιόδου 5 ημέρες, καθυστέρηση στα γαλλικά, allongement στα ελληνικά
καθυστέρηση στα γαλλικά