lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστέρηση στα ουγγρική

Λέξη:
καθυστέρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (8):
késlekedik, késleltet, késleltetés, késedelem, késés, lemaradás, haladék, halogatás
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική καθυστέρηση, καθυστέρηση συνώνυμα, καθυστέρηση στην περίοδο, καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση περιόδου λόγω άγχους, καθυστέρηση περιόδου 5 ημέρες, καθυστέρηση στα ουγγρική, késlekedik στα ελληνικά
καθυστέρηση στα ουγγρική