lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστέρηση στα αγγλικά

Λέξη:
καθυστέρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (15):
arrear, arrears, backlog, delay, delays, de­lay, impede, lag, latency, procrastination, reprieve, respire, retard, retardation, suspension
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά καθυστέρηση, καθυστέρηση συνώνυμα, καθυστέρηση στην περίοδο, καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση περιόδου λόγω άγχους, καθυστέρηση περιόδου 5 ημέρες, καθυστέρηση στα αγγλικά, arrear στα ελληνικά
καθυστέρηση στα αγγλικά