lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστέρηση στα τσεχική

Λέξη:
καθυστέρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (16):
lhůta, meškat, nedoplatek, oddech, odklad, odložit, opoždění, otálet, prodlení, průtah, resty, retardace, retardovat, zaostávat, zdržení, zdržet
Σχετικές λέξεις:
τσεχική καθυστέρηση, καθυστέρηση συνώνυμα, καθυστέρηση στην περίοδο, καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση περιόδου λόγω άγχους, καθυστέρηση περιόδου 5 ημέρες, καθυστέρηση στα τσεχική, lhůta στα ελληνικά
καθυστέρηση στα τσεχική