lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστέρηση στα νορβηγικά

Λέξη:
καθυστέρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (13):
anstand, forhale, forsinke, forsinkelse, frist, hefte, hindre, oppholde, oppholt, rabatt, restanse, sinke, trenere
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά καθυστέρηση, καθυστέρηση συνώνυμα, καθυστέρηση στην περίοδο, καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση περιόδου λόγω άγχους, καθυστέρηση περιόδου 5 ημέρες, καθυστέρηση στα νορβηγικά, anstand στα ελληνικά
καθυστέρηση στα νορβηγικά