lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστέρηση στα σουηδικά

Λέξη:
καθυστέρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (8):
restanse, andrum, anstånd, avtagande, dröjsmål, frist, rabatt, uppskov
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά καθυστέρηση, καθυστέρηση συνώνυμα, καθυστέρηση στην περίοδο, καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση περιόδου λόγω άγχους, καθυστέρηση περιόδου 5 ημέρες, καθυστέρηση στα σουηδικά, restanse στα ελληνικά
καθυστέρηση στα σουηδικά