lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστέρηση στα πολωνική

Λέξη:
καθυστέρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
opóźniać, opóźnienie, zaległość, zwłoka
Σχετικές λέξεις:
πολωνική καθυστέρηση, καθυστέρηση συνώνυμα, καθυστέρηση στην περίοδο, καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση περιόδου λόγω άγχους, καθυστέρηση περιόδου 5 ημέρες, καθυστέρηση στα πολωνική, opóźniać στα ελληνικά
καθυστέρηση στα πολωνική