lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθυστέρηση στα ουκρανικά

Λέξη:
καθυστέρηση (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
відкладання, відстрочення, відстрочка, гаяння, закон, зволікання, перерва, поширення, право, продовження, пролонгація, протяг, пільговий, розширення
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καθυστέρηση, καθυστέρηση συνώνυμα, καθυστέρηση στην περίοδο, καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση περιόδου λόγω άγχους, καθυστέρηση περιόδου 5 ημέρες, καθυστέρηση στα ουκρανικά, відкладання στα ελληνικά
καθυστέρηση στα ουκρανικά