lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξουσία στα τσεχική

Λέξη:
εξουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (29):
autorita, kapacita, mandát, moc, moci, mocnost, mohutnost, nadvláda, násilí, odborník, orgán, ovládnutí, panství, pevnost, platnost, pověření, pravomoc, převaha, příkaz, schopnost, smět, správa, síla, vliv, vláda, vážnost, zplnomocnění, účinnost, úřad
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εξουσία, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμο, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και οργάνωση-διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, εξουσία στα τσεχική, autorita στα ελληνικά
εξουσία στα τσεχική