lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξουσία στα ιταλικά

Λέξη:
εξουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (14):
autorevolezza, autorità, delega, dominio, egemonia, energia, forza, mandato, padronanza, plenipotenza, potenza, potere, procura, vigore
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά εξουσία, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμο, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και οργάνωση-διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, εξουσία στα ιταλικά, autorevolezza στα ελληνικά
εξουσία στα ιταλικά