lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξουσία στα πορτογαλικά

Λέξη:
εξουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (21):
autoridade, competência, controle, demagogia, desprestigiar, energia, fortaleza, força, furna, império, intensidade, mandato, mando, poder, potencia, potenciar, potência, prestigio, reino, seroarão, vigor
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εξουσία, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμο, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και οργάνωση-διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, εξουσία στα πορτογαλικά, autoridade στα ελληνικά
εξουσία στα πορτογαλικά