lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξουσία στα ρωσικά

Λέξη:
εξουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (15):
авторитет, владычество, власть, господство, держава, доверенность, мандат, могущество, мощность, мощь, полномочие, сила, способность, уйма, энергия
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά εξουσία, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμο, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και οργάνωση-διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, εξουσία στα ρωσικά, авторитет στα ελληνικά
εξουσία στα ρωσικά