lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξουσία στα σουηδικά

Λέξη:
εξουσία (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (13):
auktoritet, behörighet, effekt, fasthet, fullmakt, kraft, makt, mandat, potens, respekt, stormakt, styrka, välde
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά εξουσία, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμο, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και οργάνωση-διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, εξουσία στα σουηδικά, auktoritet στα ελληνικά
εξουσία στα σουηδικά